οψώνιο

οψώνιο
το (ΑΜ ὀψώνιον) αγορά και προμήθεια τροφίμων, ψώνιο («ᾔτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον», Θουκ.)
αρχ.
1. μισθός που παρέχεται στους στρατιώτες και τους αξιωματικούς προκειμένου να προμηθευθούν τα αναγκαία τρόφιμα
2. χρηματική αμοιβή φύλακα («ὀψώνιον φυλακιτῶν», πάπ.)
2. αμοιβή για παροχή εργασίας, αντιμισθία
4. (γενικά) καταβολή σε χρήμα, πληρωμή
5. χρηματικό επίδομα ή φιλοδώρημα σε μουσικό, σε αθλητή που νίκησε σε αγώνα, σε παιδί και σε δούλο
6. απαλλαγή από χρέος
7. μτφ. ανταμοιβή («τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψώνης. Η λ. με τη σημ. «μισθός που παρέχεται στους στρατιώτες» αντικατέστησε από τους ελληνιστικούς χρόνους τη λ. μισθός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”